φυσικοθεραπεία — και παλ. τ. φυσιοθεραπεία, η, Ν ιατρ. η θεραπεία τών νόσων ή τών επακολούθων διαφόρων κακώσεων με τη βοήθεια φυσικών παραγόντων, όπως λ.χ. είναι ο αέρας, το νερό, το φως, η θερμότητα και το ψύχος, ο ηλεκτρισμός, οι δονήσεις κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φυσικοθεραπευτής — και παλ. τ. φυσιοθεραπευτής, ο, θηλ. φυσικοθεραπεύτρια και φυσιοθεραπεύτρια, Ν ειδικός στη φυσικοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός + θεραπευτής] … Dictionary of Greek
φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε … Dictionary of Greek
φυσιατρική — η η επιστήμη που χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις στη θεραπευτική, η φυσικοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικοθεραπευτής — ο θηλ. τρια γιατρός που εφαρμόζει τη φυσικοθεραπεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικοθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοθεραπεία ή το φυσικοθεραπευτή (βλ. λ.): Φυσικοθεραπευτική μέθοδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιοθεραπεία — η φυσικοθεραπεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)