φυσικοθεραπεία

φυσικοθεραπεία
η
θεραπευτική αγωγή που χρησιμοποιεί τα στοιχεία της φύσης για θεραπευτικούς σκοπούς, π.χ. αεροθεραπεία, ηλιοθεραπεία,  υδροθεραπεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσικοθεραπεία — και παλ. τ. φυσιοθεραπεία, η, Ν ιατρ. η θεραπεία τών νόσων ή τών επακολούθων διαφόρων κακώσεων με τη βοήθεια φυσικών παραγόντων, όπως λ.χ. είναι ο αέρας, το νερό, το φως, η θερμότητα και το ψύχος, ο ηλεκτρισμός, οι δονήσεις κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φυσικοθεραπευτής — και παλ. τ. φυσιοθεραπευτής, ο, θηλ. φυσικοθεραπεύτρια και φυσιοθεραπεύτρια, Ν ειδικός στη φυσικοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός + θεραπευτής] …   Dictionary of Greek

  • φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …   Dictionary of Greek

  • φυσιατρική — η η επιστήμη που χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις στη θεραπευτική, η φυσικοθεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσικοθεραπευτής — ο θηλ. τρια γιατρός που εφαρμόζει τη φυσικοθεραπεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσικοθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοθεραπεία ή το φυσικοθεραπευτή (βλ. λ.): Φυσικοθεραπευτική μέθοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιοθεραπεία — η φυσικοθεραπεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”